τραχεα

τραχεα
    τραχέα
    τρᾱχέα
    τά неровная местность Xen.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τραχεα" в других словарях:

  • Τραχέα — Τραχίς the people of T. fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραχέα — τρᾱχέα , τραχύς jagged neut nom/voc/acc pl (epic ionic) τρᾱχέᾱ , τραχύς jagged fem nom/voc/acc dual (epic ionic) τρᾱχέα , τραχύς jagged fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Histamenon — of Constantine VIII (r. 1025–1028). Histamenon (Greek: νόμισμα ἱστάμενον, standard coin ) was the name given to the gold Byzantine solidus when the slightly lighter tetarteron was introduced in the 960s. To distinguis …   Wikipedia

  • ASPRI seu ASPRA — ASPRI, seu ASPRA Graecis recentioribus dicitur monetae minoris argenteae species, cum qua Collybistae seu Cambitores maiorem, tam argenteam, quam auream, commutare solent. Denarium asprum reddunt Glossae Graeco Latinae, δηνάριον, λευκὸν, asprum:… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κολοκυθιά — Γενική ονομασία ειδών, υποειδών και ποικιλιών του γένους κουκούρβιτα (Cucurbita) που περιλαμβάνει δικοτυλήδονα φυτά της οικογένειας των κουκουρβιτιδών. Πρόκειται για λαχανοκομικά φυτά με εδώδιμους καρπούς (κολοκύθια, κολοκυθάκια και κολοκύθες)… …   Dictionary of Greek

  • λαντάνα — (Lantana camara). Είδος δικοτυλήδονου φυτού της οικογένειας verbenaceae, ιθαγενές της τροπικής Αμερικής. Πρόκειται για αειθαλή θάμνο, ο οποίος χαρακτηρίζεται από αδρότριχους βλαστούς με αντίθετα, τραχέα, οδοντωτά και με βαρύ άσχημο άρωμα φύλλα.… …   Dictionary of Greek

  • παράλυπρος — ον, Α (για έδαφος) πολύ φτωχός, άγονος («χωρία... τραχέα καὶ παράλυπρα», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λυπρός «λυπηρός» (< λύπη)] …   Dictionary of Greek

  • ταρφύς — εῑα, ύ, θηλ. και ταρφύς, Α 1. (στον Όμ. μόνο το αρσ. και το ουδ.) πυκνός 2. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ταρφέα πολλές φορές, συχνά 3. (το ουδ. πληθ.) (κατά τον Ησύχ.) «συνεχῆ, ξηρά. ὀξέα. τραχέα». επίρρ... ταρφέως Α πολλές φορές, συχνά. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»